ΑΡΧΙΚΗ Νέα Παρατηρήσεις της PRAKSIS επί του σχεδίου νόμου για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία

Παρατηρήσεις της PRAKSIS επί του σχεδίου νόμου για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία

Παρατηρήσεις της PRAKSIS επί του σχεδίου νόμου για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26.06.2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση αναδιατύπωση, L180/96/29.6.2013)

Σκοπός του εν λόγω σχεδίου νόμου είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία. Με την παραπάνω Οδηγία επήλθαν τροποποιήσεις στην Οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου της 2ης Ιανουαρίου 2003 σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη(*1). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι κάποιες από τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ οι οποίες αφορούν στην κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία, έχουν ήδη ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη με τον ισχύοντα ν .4375/2016 (*2) .

Οι διατάξεις του σχεδίου νόμου εφαρμόζονται σε όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται στην ελληνική επικράτεια, περιλαμβανομένων των συνόρων, ή στις ζώνες διέλευσης της χώρας, καθώς και σε όλους τους ανηλίκους πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς, ακόμα και αν δεν έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας. Στο εν λόγω νομοθετικό κείμενο γίνεται μνεία σε θεμελιώδη δικαιώματα της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας, όπως ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση, απασχόληση και επαγγελματική κατάρτιση, καθώς και στο δικαίωμα επιλογής του τόπου διαμονής και ελεύθερης μετακίνησης. Ειδική δε αναφορά γίνεται στις ευάλωτες κατηγορίες προσώπων, όπως ασυνόδευτοι ανήλικοι και θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων πράξεων βίας.

Στο πλαίσιο της εν εξελίξει δημόσιας διαβούλευσης, η PRAKSIS, ως οργάνωση που δραστηριοποιείται ενεργά και επί μακρόν σε ανθρωπιστικές δράσεις και στηρίζει έμπρακτα τους αιτούντες διεθνή προστασία με προγράμματα ειδικά σχεδιασμένα για τις ανάγκες τους αλλά και με έκτακτες παρεμβάσεις, όπως επισιτιστική βοήθεια, πρωτοβάθμια ιατροφαρμακευτική φροντίδα, ψυχοκοινωνική στήριξη και νομική συμβουλευτική στα σημεία εισόδου και σε πολλά σημεία της επικράτειας, συμμετέχει και στη δημόσια διαβούλευση. Με δεδομένο ότι αρκετές οργανώσεις έχουν ήδη εισφέρει στη διαδικασία αυτή με αρκετές και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, με τη σειρά μας καταθέτουμε τις δικές μας παρατηρήσεις-επισημάνσεις:

Άρθρο 6 (Άρθρο 7 Οδηγίας 2013/33/ΕΕ)- Διαμονή και ελευθερία κυκλοφορίας
Στο άρθρο 6 παρ. 1 προβλέπεται η δυνατότητα περιορισμού της ελευθερίας των αιτούντων σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή με απόφαση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου « για λόγους ταχείας επεξεργασίας και αποτελεσματικής παρακολούθησης του αιτήματος για παροχή διεθνούς προστασίας » ή με απόφαση του Προϊσταμένου του Κλάδου Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων της Ελληνικής Αστυνομίας, για λόγους δημόσιας τάξης . Η συγκεκριμένη διάταξη επιφέρει σημαντικούς περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης, ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη η υποχρέωση σεβασμού της αναπαλλοτρίωτης σφαίρας της ιδιωτικής ζωής των αιτούντων διεθνή προστασία, η οποία προβλέπεται ρητά στο κείμενο της Οδηγίας (άρθρο 7).

Με δεδομένη την υφιστάμενη προβληματική κατάσταση η οποία παρατηρείται στα νησιά του Αιγαίου με περίπου 15.000 εγκλωβισμένους δυνητικά δικαιούχους διεθνούς προστασίας, η οποία έχει οδηγήσει στην πράξη σε γεωγραφικό περιορισμό των αιτούντων για διάστημα που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, θεωρούμε ότι η ρητή πρόβλεψη της δυνατότητας περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας θα οδηγήσει στην πράξη σε ακόμη μεγαλύτερους αριθμούς εγκλωβισμένων προσώπων, και συνακόλουθα σε σημαντικές καθυστερήσεις στη διαδικασία εξέτασης των υποβληθέντων αιτημάτων διεθνούς προστασίας.

Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη διάταξη θα πρέπει να προσαρμοστεί στο άρθρο 7 της Οδηγίας 2013/33/ΕΚ και να γίνεται ρητή μνεία ότι η οριζόμενη περιοχή δεν θίγει την αναπαλλοτρίωτη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και αφήνει αρκετά περιθώρια για την εξασφάλιση της πρόσβασης σε όλα τα πλεονεκτήματα στο πλαίσιο της παραπάνω Οδηγίας. Επιπλέον, η σχετική απόφαση, ως ατομική διοικητική πράξη, θα πρέπει να λαμβάνεται έπειτα από ατομική αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, ενώ θα πρέπει παρέχεται στα άτομα σε βάρος των οποίων έχει επιβληθεί, η δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Άρθρο 10 (Άρθρο 14 Οδηγίας 2013/ΕΕ) – Εκπαίδευση
Η ρητή πρόβλεψη της δυνατότητας παροχής εκπαίδευσης στα κέντρα φιλοξενίας, όπως εξειδικεύεται στο άρθρο 10 παρ. 1 του σχεδίου νόμου, παρότι προσαρμοσμένη στις διατάξεις της Οδηγίας, έχει εύλογα εγείρει αντιδράσεις από φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Το δικαίωμα πρόσβασης των ανηλίκων πολιτών τρίτων χωρών και των ανιθαγενών στην εκπαίδευση αποτελεί αναμφίβολα θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται σε διεθνή συμβατικά κείμενα καθώς και στην εθνική μας νομοθεσία.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 28 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ν. 2101/1992), αναγνωρίζεται από τα κράτη μέρη το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση και ιδιαίτερα η επίτευξη της άσκησης του δικαιώματος αυτού προοδευτικά και στη βάση της ισότητας των ευκαιριών. Η PRAKSIS θεωρεί ότι η παροχή εκπαίδευσης σε χώρους φιλοξενίας και με δεδομένα τα προβλήματα στο χώρο της παιδείας, μολονότι σύμφωνη με το κείμενο της Οδηγίας, οδηγεί στην πράξη σε περιθωριοποίηση των παιδιών αυτών καθώς η πρόσβαση στην εκπαίδευση δεν γίνεται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τις οποίες ισχύει για τα ελληνόπουλα ή για τα παιδιά μεταναστών που διαμένουν νόμιμα στη χώρα. Επίσης, δεν τίθεται ανώτατο χρονικό διάστημα πρόσβασης των παιδιών στην εκπαίδευση στους παραπάνω χώρους, γεγονός που προσδίδει δυνητικά έναν πιο μόνιμο χαρακτήρα σε αυτή τη μορφή εκπαίδευσης. Τέτοιες πρακτικές οδηγούν μοιραία και αναπόφευκτα στον αποκλεισμό των παιδιών αυτών από τη διαδικασία κοινωνικής ένταξης η οποία πρέπει να είναι και το ζητούμενο. Για την PRAKSIS, ο φυσικός χώρος κάθε παιδιού είναι το δημόσιο σχολείο και θα πρέπει με κάθε τρόπο να προωθείται η ισότιμη πρόσβαση των παιδιών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής ή νομικού καθεστώτος.

Ωστόσο, κρίνουμε ως θετική τη δυνατότητα πρόσβασης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς και σε προγράμματα μαθητείας και για ενήλικες αιτούντες άσυλο, υπό προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τους Έλληνες πολίτες.

Άρθρο 18 – (Άρθρο 24 Οδηγίας 2013/33/ΕΕ) – Ασυνόδευτοι ανήλικοι
Σε ό,τι αφορά την παρ.1 του άρθρου 18 του σχεδίου νόμου, προβλέπεται ο διορισμός επιτρόπου μέσω του καθ΄ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Εισαγγελέα, ο οποίος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του με σκοπό τη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος και της συνολικής ευημερίας του παιδιού. Στο κείμενο, ωστόσο, της Οδηγίας γίνεται αναφορά στον όρο «εκπρόσωπος» (representative), ο οποίος προσομοιάζει σε εξουσιοδοτημένα από τον Εισαγγελέα πρόσωπα και όχι σε διορισμό των προσώπων αυτών με δικαστική απόφαση. Σχετική αναφορά γίνεται και στο άρθρο 34 του ν. 4375/2016. Επιπρόσθετα, δεν εξειδικεύονται τα κριτήρια τα οποία θα πρέπει να πληρούν τα πρόσωπα αυτά που θα αναλάβουν αυτό το ύψιστης σημασίας -για τα παιδιά-λειτούργημα. Όπως ρητά έχει επισημάνει η PRAKSIS πολλάκις μέχρι σήμερα, η λειτουργία ενός ολοκληρωμένου και αποτελεσματικού πλαισίου προστασίας για αυτή την ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα.

Μέχρι σήμερα, η διαδικασία που προβλεπόταν από το νόμο ρυθμιζόταν από το άρθρο 19 του Π.Δ. 220/2007, βάσει του οποίου ο Εισαγγελέας Ανηλίκων, ή όπου δεν υπήρχε, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ενεργούσε ως προσωρινός επίτροπος και προέβαινε στις απαραίτητες ενέργειες για τον ορισμό επιτρόπου για κάθε ασυνόδευτο ανήλικο. Με τη νέα διάταξη, απαλείφεται η συγκεκριμένη υποχρέωση από μέρους των εισαγγελικών αρχών και ανατίθεται πλέον σε μια δημόσια υπηρεσία (Τμήμα Προστασίας Ευπαθών Ομάδων, Προσφύγων-Αιτούντων Άσυλο της Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας) η οποία προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες, μέσω του καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Εισαγγελέα. Δεν γίνεται ωστόσο καμία ειδική αναφορά στα πρόσωπα τα οποία θα αναλάβουν την ευθύνη αυτή. Συνεπώς, κομβικής σημασίας ζήτημα αποτελεί η καλή συνεργασία των κρατικών υπηρεσιών με τις εισαγγελικές αρχές αλλά και με τους επιτρόπους, καθώς προβλέπεται, μεταξύ άλλων, σε τακτική βάση η αξιολόγηση της καταλληλότητας των επιτρόπων καθώς και η διαθεσιμότητα των αναγκαίων μέσων για την εκπροσώπηση των ασυνόδευτων ανηλίκων.

Περαιτέρω, είμαστε τελείως αντίθετοι ως προς την πρόβλεψη επιστροφής ασυνόδευτων ανηλίκων στις χώρες καταγωγής. Η διαφαινόμενη σύνδεση της σχετικής με τη χορήγηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους διάταξης του ν. 4251/2014 (άρθρο 19Α) (*3) με τους ασυνόδευτους ανήλικους των οποίων το αίτημα για χορήγηση διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί τελεσίδικα, παρέχει μεν μια εναλλακτική δυνατότητα στα παιδιά να αποκτήσουν άδεια διαμονής στη χώρα, αφορά ωστόσο αποκλειστικά και μόνο συγκεκριμένες κατηγορίες ασυνόδευτων ανηλίκων, με αποτέλεσμα όλες οι υπόλοιπες περιπτώσεις παιδιών που δεν μπορούν να ενταχθούν σε αυτές να κινδυνεύουν με επιστροφή στις χώρες καταγωγής τους. Θεωρούμε συνεπώς τη συγκεκριμένη ρύθμιση ως άτολμη καθώς εξαιρεί τη μεγάλη πλειοψηφία ασυνόδευτων ανηλίκων από τη δυνατότητα απόκτησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

Θα πρέπει, επιπροσθέτως, να επισημανθεί πως δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά στην απαγόρευση κράτησης των ασυνόδευτων ανηλίκων, πρακτική η οποία δυστυχώς υιοθετείται μέχρι σήμερα παρά τη ρητή πρόβλεψη περί της δυνατότητας υιοθέτησης εναλλακτικών μέτρων, λιγότερο περιοριστικών μέτρων με βάση το άρθρο 46 του ν. 4375/2016 στο οποίο παραπέμπει η σχετική διάταξη του σχεδίου νόμου (άρθρο 7). Η PRAKSIS έχει εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή της στο ενδεχόμενο κράτησης ασυνόδευτων ανηλίκων. Επιπρόσθετα, με βάση το άρθρο 9 του σχεδίου νόμου (άρθρο 13 και 19 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ), το οποίο αφορά στο ενδεχόμενο υποβολής αιτούντων διεθνή προστασίας σε ιατρικής εξετάσεις, εκφράζουμε έντονα την ανησυχία μας για τον ορατό κίνδυνο που ελλοχεύει, στο όνομα προστασίας της Δημόσιας Υγείας, να οδηγηθούμε σε φαινόμενα μαζικής υποβολής προσώπων σε ιατρικές εξετάσεις «αναγκαστικού χαρακτήρα», δίχως να λαμβάνονται υπόψη κρίσιμα ζητήματα, όπως λ.χ. η συναίνεση, αποδοχή και ενημέρωση του εξεταζόμενου πληθυσμού ή χωρίς να διασφαλίζεται ρητά η αναγκαιότητα μια τέτοιας πράξης.

 

(*1) Η Οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 2003 ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Π.Δ. 220/2007, ΦΕΚ Α΄251/13.11.2007.

(*2) Οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Ασύλου, Αρχής Προσφυγών, Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης σύσταση Γενικής Γραμματείας Υποδοχής, προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)» (L 180/29.6.2013), διατάξεις για την εργασία δικαιούχων διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ Α’/3.4.2016.

(*3) Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις, ΦΕΚ Α΄ 80/01.04.2014.

Scroll to Top